- θεριστήρι
- το (Α θεριστήριον) [θεριστήρ]μικρό θεριστικό δρεπάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέριστρον — θέριστρον, το (Α) 1. το θερίστριον* 2. δρεπάνι, θεριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, ζύγασ τρον)] … Dictionary of Greek